- ποντοναύτης
- ποντο-ναύτης, ου, ὁ,A seafarer, S.Fr.555.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποντοναύτης — ὁ, Α ναύτης που ταξιδεύει στα μακρινά πελάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + ναύτης] … Dictionary of Greek
ποντοναῦται — ποντοναύτης seafarer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek